- κακοψημένος
- -η, -οαυτός που δεν έχει ψηθεί καλά ή έχει ψηθεί υπερβολικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαλόψητος — η, ο [καλόψητος] 1. κακοψημένος, κακοβρασμένος 2. εκείνος που ψήνεται δύσκολα … Dictionary of Greek
κακόψητος — η, ο (Μ κακόψητος, ον) αυτός που δύσκολα ψήνεται ή βράζεται, δυσκολόψηστος, δυσκολόβραστος νεοελλ. αυτός που δεν έχει ψηθεί καλά, κακοψημένος, άψητος, άβραστος … Dictionary of Greek
κακοψήνω — κακόψησα, κακοψήθηκα, κακοψημένος, δεν ψήνω καλά: Το γλυκό κακοψήθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακόψητος — η, ο κακοψημένος: Οι μπριζόλες είναι κακόψητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)